πεντλανδίτης

πεντλανδίτης
ο
(ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού νικελίου και τού σιδήρου το οποίο αποτελεί την κύρια πηγή απόληψης τού νικελίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pentlandite < J. Β. Pentland, Ιρλανδός περιηγητής και επιστήμονας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νικέλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ni. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 28, ατομικό βάρος 58,71 και πέντε σταθερά και μερικά ακτινεργά ισότοπα. Είναι μέτρια διαδεδομένο στη φύση (αποτελεί το 0,016% του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”